Παράσταση 2ου Δημοτικού Σχολείου “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά “

«Αλέξης Ζορμπάς»

Ιωάννα Παπασπυρίδου

Επίκουρη Καθηγήτρια

Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

melusine@frl.uoa.gr

ipapasp@otenet.gr

 

Την Πέμπτη 13 Ιουνίου, το κοινό του Δήμου Περάματος είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια θεατρική διασκευή του παγκοσμίως γνωστού μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946). Η παράσταση πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της τελετής λήξης του σχολικού έτους 2018-2019 στο θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης» με πρωταγωνιστές τους μαθητές και τις μαθήτριες της ΣΤ τάξης του 2ου Δημοτικού Σχολείου.

Το μυθιστόρημα γράφτηκε από τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα σε μια σκοτεινή για τον ελληνισμό περίοδο και ολοκληρώθηκε ενώ ο Καζαντζάκης βρισκόταν στην Αίγινα, το καλοκαίρι του 1946. Υπαρκτό πρόσωπο, ο Αλέξης Ζορμπάς – το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Ζορμπάς (1865-1941) – υπήρξε φίλος και συνεργάτης του συγγραφέα. Γνωρίστηκαν όταν ο Καζαντζάκης διεύθυνε μια επιχείρηση μεταλλείων στη μεσσηνιακή Μάνη. Έμπειρος με πολύτιμες γνώσεις (είχε κάνει όλες τις δουλειές: εξορύκτης, ξυλοδέτης, ανιχνευτής μετάλλων), ο Ζορμπάς ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

Στο μυθιστόρημα βέβαια το πρόσωπο του Ζορμπά μυθοποιείται ενώ το σκηνικό της δράσης τοποθετείται στην Κρήτη όπου ο συγγραφέας – αφηγητής και ο Ζορμπάς προσπαθούν να εγκαταστήσουν ένα λιγνιτωρυχείο, ενώ ταυτόχρονα κάνουν ατελείωτες συζητήσεις επί παντός επιστητού πλάι στο κύμα της μαγευτικής παραλίας της Καλογριάς.

Το διασκευασμένο κείμενο της παράστασης, που βασίστηκε εν πολλοίς στους διαλόγους της γνωστής ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη «Αλέξης Ζορμπάς» (1964)[1], μεταφέρει στη σκηνή τη διπολική αυτή σχέση. Ο συγγραφέας- αφηγητής (που είναι και το αφεντικό) είναι ο διανοούμενος, ο «καλαμαράς». Αναζητά σε αυτή την περιπέτεια μια εμπειρία χρήσιμη για τη ζωή του. 33 ετών τότε, ο Καζαντζάκης που είχε γράψει τη διατριβή του για τον Φρειδερίκο Νίτσε, είχε παρακολουθήσει τις διαλέξεις του Γάλλου φιλοσόφου Μπεργκσόν κι εξελισσόταν σε λογοτέχνη-στοχαστή παγκοσμίου βεληνεκούς, λειτουργεί στον αντίποδα του απλού πενηντάχρονου εργάτη που γνώριζε ελάχιστα γράμματα αλλά ήταν γεμάτος ορμή κι ενέργεια. Ενστικτώδης, παράτολμος, ο Ζορμπάς είναι η λεβέντικη καρδιά που αψηφά κανόνες και συμβατικότητες, δηλαδή αυτό που ο συγγραφέας θα ήθελε να είναι εάν μπορούσε.

Τόσο πολύ επηρέασε τον συγγραφέα η προσωπικότητα του Ζορμπά ώστε, ανάμεσα στις τέσσερις προσωπικότητες που άφησαν «βαθύτερα αχνάρια» στην ψυχή του, περιλαμβάνει και τον ήρωα του μυθιστορήματος: «Αν ήταν στον κόσμο όλο σήμερα να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, «γκουρού» όπως τον λένε οι Ιντοί, «Γέροντα» όπως τόνε λένε οι καλόγεροι στο Αγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά», έγραφε[2].

Οι διάλογοι της παράστασης πρόβαλλαν τα προβλήματα που είχαν απασχολήσει κατά καιρούς τον συγγραφέα/αφηγητή: η ελευθερία, η μοίρα, τα όρια του ανθρώπου, η αγωνιστική δράση. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο γνωστός πανεπιστημιακός δάσκαλος και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονται με τελείως διαφορετικό τρόπο από τους δύο συνομιλητές, οι οποίοι μέσα στο άγριο τοπίο της κρητικής γης λιγότερο ενδιαφέρονται για τον βιοπορισμό τους και περισσότερο για την κατάκτηση της γνώσης. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ζορμπάς αντιπροσωπεύει το ιδεώδες του συγγραφέα. Είναι μια νιτσεϊκή μορφή, πέραν του καλού και του κακού, πέρα από τις συμβατικές ηθικές μετρήσεις και, συνεπώς, πέρα από κάθε αμφιβολία που δημιουργείται από τον σκεπτικισμό των διανοουμένων.»

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η προετοιμασία και το ανέβασμα ενός τέτοιου έργου δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση. Τελειόφοιτοι Δημοτικού Σχολείου, οι μαθητές κλήθηκαν να παλέψουν με ένα κείμενο δύσκολο κι απαιτητικό: με το είδος του φιλοσοφικού διαλόγου. Η απουσία θεατρικότητας ήταν επομένως ένα από τα βασικά προβλήματα της παράστασης: ένα τέτοιο κείμενο προσφέρεται περισσότερο ως ανάγνωσμα. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, ο ηθοποιός ενσαρκώνει τον ρόλο του, πρέπει να «μπει στο πετσί» του ήρωα. Δεν αρκούσε λοιπόν η απλή απομνημόνευση (έργο και αυτό δύσκολο για μαθητές και δασκάλους). Χρειαζόταν και η κατανόηση και αφομοίωση της καζαντζακικής φιλοσοφίας, μίας στάσης ζωής που ίσως να ξενίζει τον σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος συχνά είναι απορροφημένος από τα βιοποριστικά προβλήματα της καθημερινότητας.

Όμως η αναμέτρηση με το δύσκολο κείμενο δικαίωσε τους μαθητές (ανάμεσά τους διακρίναμε ακόμη κι εκκολαπτόμενους ηθοποιούς όπως τη μαθήτρια που ερμήνευσε τη μαντάμ Ορτάνς). Οι μακροσκελείς ατάκες διαδέχθηκαν αβίαστα η μία την άλλη. Το σκηνικό, λιτό κι απέριττο, παρέπεμπε σημειολογικά στο τοπίο του μυθιστορήματος αλλά και στις γνωστές σε όλους μας σκηνές της ομώνυμης ταινίας, στο πρωτόγονο κι άγριο κρητικό τοπίο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της παράστασης η μουσική και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη με το περίφημο «Συρτάκι» που έφερε την ελληνική μουσική ως τα πέρατα του κόσμου. Τα παιδιά χόρεψαν με δεξιοτεχνία και λεβεντιά ξεσηκώνοντας το κοινό που τα συνόδευσε με παλαμάκια.

Η «αναρχική κωμωδία», όπως εύστοχα χαρακτήρισε το έργο ο Μιχάλης Κακογιάννης[3] προβλημάτισε αλλά έφερε και μια νότα ελπίδας στο κοινό. Πράγματι, ο Ζορμπάς είναι η πρωτόγονη ματιά που γκρεμίζει όλους τους φράχτες «που άσκωσε γύρω του ο φοβητσιάρης άνθρωπος για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα», όπως έγραφε ο Καζαντζάκης. Η μορφή του ήρωα έγινε αρχετυπική στο συλλογικό ασυνείδητο του ελληνικού λαού κι η περίφημη φράση «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος» σύνθημα για τους αθεράπευτα ασυμβίβαστους.

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενα – σκηνοθεσία: Βαρδάκη Βάσω (ΣΤ1)

Ορφανουδάκη Σοφία (ΣΤ2)

Γυμναστής – χορευτικά: Στεφανάκος Γιώργος

Εικαστικός – αφίσα: Κούτσελου Φοίβη

Διευθύντρια Δημοτικού Σχολείου: Γεραλή Κατερίνα

[1] Zorba the Greek (με τουςAnthony Queen ως Ζορμπά, Alan Bates ως συγγραφέα, Ειρήνη Παπά στον ρόλο της χήρας). Τρία βραβεία Όσκαρ: Β’ γυναικείου ρόλου στην Ρωσίδα ηθοποιό Λίλα Κέντροβα στον ρόλο της Μαντάμ Ορτάνς, καλλιτεχνικής διεύθυνσης στον Βασίλη Φωτόπουλο και φωτογραφίας. Η σύνθεση της μουσικής της ταινίας οφείλεται στον Μίκη Θεοδωράκη (με το περίφημο «Συρτάκι»).

[2] Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2011, σελ. 441.

[3] Τα Γυρίσματα του Ζορμπά, Ιστορικό Λεύκωμα, Αθήνα, 1964, σελ. 145.